- ευδύναμος
- εὐδύναμος, -ον (Α)αυτός που έχει πολλή δύναμη, ο ισχυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δυναμος (< δύναμις), πρβλ. α-δύναμος, ισο-δύναμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδύναμον — εὐδύναμος mighty masc/fem acc sg εὐδύναμος mighty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)